Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011
NATIVE LAND
ΓΚΑΛΕΡΙ K-ART(ΣINA 54, 211-4013877)
ΕΓΚΑΙΝΙΑ 20/1/2011
ΔΙΑΡΚΕΙΑ 20/1/2011-12/2/2011
In Some Way or Another One Can Protect Oneself From Evil Spirits By Portraying Them
«Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί κανείς να προστατεύσει τον εαυτό του από τα κακά πνεύματα απεικονίζοντάς τα».[i] Αν επιλέγω να ξεκινήσω μια κατάθεση σκέψεων για τη σειρά Native Land του Γιώργου Τσεριώνη με ένα παράθεμα από την ανθρωπολογική μελέτη Μίμηση και Ετερότητα του Michael Taussig, είναι γιατί απλούστατα το θεωρώ ως το πλέον κατάλληλο για να περιγράψει τη στάση ενός καλλιτέχνη που, στη βαριά σκιά των κοινωνικών αναστατώσεων και της συνακόλουθης ψυχολογικής σύγκρουσης (με τον εαυτό μας, το θέαμα, τους άλλους), αποφασίζει να διαμορφώσει ένα έργο γύρω από τη «νύχτα των αισθήσεων».[ii] Και εξηγούμαι αμέσως: με τη νέα του σειρά, αποτελούμενη από ζωγραφική, σχέδια και γλυπτά, ο Τσεριώνης δηλώνει εξαρχής ότι ένιωσε την ανάγκη να αποτυπώσει την έκρηξη βίας και τη φρενίτιδα της απελπισίας που η ελληνική κοινωνία βιώνει την τελευταία διετία, με σημείο αφετηρίας το φόνο ενός παιδιού και επίκεντρο το ξέσπασμα της κρίσης. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω με εκείνα του Taussig, είναι θεμιτό να θεωρήσει κανείς το Native Land σαν εξορκισμό της σοβαρής πνευματικής αναταραχής μιας χώρας. Όπως οι ινδιάνοι ιθαγενείς σκαλίζουν μικρές ξύλινες φιγούρες με τη μορφή του λευκού κατακτητή οι οποίες έχουν τη θαυματουργική δύναμη να εμφανίζουν τα κακά πνεύματα στον μάγο της φυλής, αποκαλύπτοντας έτσι στην ψυχή του το είδος της ασθένειας που τους βασανίζει, ο Τσεριώνης εκμεταλλεύεται τη «μαγεία της μίμησης» για να δημιουργήσει έργα που μεταφέρουν -με τρόπο δεξιοτεχνικά ελλειπτικό- τα συναισθήματά του για το κατηφορικό μονοπάτι που ακολουθεί ο γενέθλιος τόπος του. Η πιο σημαντική πτυχή αυτού που ο Taussig αποκαλεί «μαγεία της μίμησης» (κι εδώ μας παραπέμπει στον Walter Benjamin, όπου μίμηση δεν είναι παρά η τέχνη του να γίνεσαι κάτι άλλο, ένας Άλλος) έγκειται στο ότι η κατασκευή και ύπαρξη ενός τεχνουργήματος που απεικονίζει κάτι σου δίνει τη δύναμη να ελέγξεις αυτό που απεικονίζεται.
Για να κατανοήσει όμως κανείς καλύτερα τη μιμητική λειτουργία των έργων του Τσεριώνη και τα πνεύματα που οι μορφές του απεικονίζουν, αρκεί να ανατρέξει σε ένα κείμενο του Roger Caillois, με τίτλο «Mimétisme et psychasthénie légendaire», το οποίο αναφέρει και ο Taussig στο βιβλίο του.[iii] Βασιζόμενος κυρίως σε παραδείγματα που μελετούν τη συμπεριφορά εντόμων όπως το αλογάκι της Παναγίας, ο συγγραφέας περιγράφει τη μίμηση ως την ικανότητα του υποκειμένου να δελεάζεται από το χώρο και να διεισδύει στο περιβάλλον του. Αυτό το είδος «χωρικού μυστικισμού» που υιοθετεί ο Caillois αποδίδει εύστοχα τον εντροπικό χαρακτήρα των συνθέσεων του Τσεριώνη, καθώς και το μίγμα αθωότητας, σκληρότητας και τραγικότητας που διακρίνουμε σε αυτές.
Ας δούμε, για παράδειγμα, πως εκφράζεται η μιμητική ικανότητα στο γλυπτό Winnie, που αποτελεί έργο-κλειδί για την ερμηνεία της σειράς Native Land. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Winnie είναι ένα κατεξοχήν προστατευτικό πνεύμα, ή μάλλον είναι ένα αντικείμενο που παρέχει κατοικία στα προστατευτικά πνεύματα. Πρόκειται για ένα γλυπτό που δεν δανείζεται μόνο το όνομα αλλά και τις σύνθετες ιδιότητες της πρωταγωνίστριας του θεατρικού έργου Ευτυχισμένες μέρες (1960), του Samuel Beckett. Η ηρωίδα του Ιρλανδού είναι γύρω στα πενήντα, βρίσκεται κυριολεκτικά «με το ένα πόδι στον τάφο» αφού είναι θαμμένη μέχρι τη μέση σε ένα σωρό χώμα, και μιλάει ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας συχνά λόγια που ανήκουν σε περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς ποιητές και συγγραφείς. Για τους μελετητές του Beckett oι συνεχείς παραθέσεις στο λόγο της Winnie «σχολιάζουν ειρωνικά το ψυχρό τοπίο και επικαλούνται την εγγύτητα του θανάτου». Ο S. E. Gontarski, για παράδειγμα, αναγνωρίζει σε αυτές τυπικά μπεκετικά θέματα, όπως «η αποτυχία του έρωτα, η μιζέρια της ανθρώπινης ύπαρξης, το εφήμερο των πάντων, η διάζευξη ανάμεσα στο πραγματικό και στο ιδεώδες, η δυστυχία της γνώσης». Ενώ o ]ames Knowlson φτάνει στο σημείο να διακρίνει στον πολυφωνικό λόγο της Winnie μια λανθάνουσα λειτουργία καθοριστικής σημασίας: Μήπως οι παραθέσεις τονίζουν τη συνύπαρξη των δύο κειμένων (του Ευτυχισμένες μέρες και του έργου στο οποίο αναφέρεται η παράθεσή της) «σε τέτοιο βαθμό που να διαβάζουμε το θεατρικό του Beckett ωσάν να πρόκειται για ανάπτυξη, ειρωνικός στοχασμός ή, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμα και παρωδία του πρωτότυπου έργου»;[iv]
Η ηρωίδα του Τσεριώνη, από την άλλη, ουδόλως παραπέμπει σε μεσήλικη γυναίκα. Είναι ένα άφυλο ον, αναμφισβήτητα μικρής ηλικίας, μια ανδρόγυνη ύπαρξη που φέρει επάνω της, σαν τρόπαια μαχών ή τάματα, διάφορα λατρευτικά αντικείμενα. Η Winnie του Τσεριώνη (μπορεί να) είναι η παιδική φωνή της Winnie του Beckett: Ένα πλάσμα που συσσωρεύει σαν μαγνήτης εμπειρίες και το οποίο εμφανώς δελεάζεται από το χώρο που το περιβάλλει, δηλαδή τη γεμάτη φόβους «ακάθαρτα, βαριά θλιμμένη» ζωή. Όπως και στις Ευτυχισμένες μέρες, αυτή η παγιδευμένη και μαρτυρική φιγούρα (η στάση του σώματός της θυμίζει πίνακες που αποτυπώνουν το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού) συμβολίζει τον πόνο και τη δυστυχία της ύπαρξης σε ένα παράλογο κόσμο.[v] Μήπως τα αντικείμενα και τα σχέδια που κοσμούν το μιμητικό σώμα της Winnie του Τσεριώνη λειτουργούν όπως οι παραθέσεις που χρησιμοποιεί η Winnie του Beckett στο μιμητικό λόγο της; Μήπως η ερμηνεία των εικόνων του Native Land και η μεταξύ τους σχέση είναι άμεσα συνυφασμένη με ένα διακειμενικό παιχνίδι αλληλεπίδρασης πολιτιστικών συμβόλων, συνειρμών και γεγονότων; Από αυτή την άποψη, επομένως, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι η απόλυτη περιγραφή της Winnie του Τσεριώνη συναντάται σε μια παράθεση στο δοκίμιο του Beckett για τον Marcel Proust, εξηγώντας ταυτόχρονα και τις παρεκκλίσεις από τον αρχικό χαρακτήρα: «Ένα ον σκορπισμένο στο χώρο και στο χρόνο δεν είναι πλέον μια γυναίκα αλλά μια σειρά από γεγονότα που δεν μπορούμε να τα φωτίσουμε, μια αλυσίδα από προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν, μια θάλασσα που, σαν τον Ξέρξη, την μαστιγώνουμε με την παράλογη επιθυμία να την τιμωρήσουμε γιατί καταβρόχθισε το θησαυρό μας».[vi]
Συνεχίζοντας το παιχνίδι παράθεσης, αλληλοεξάρτησης και συνύπαρξης αναφορών στα έργα του Native Land (ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον, εμπλουτίζοντας την κριτική ανάλυσή τους), εντοπίζουμε και το κείμενο της Julia Kristeva για τον Proust όπου υπογραμμίζεται η εξαρθρωμένη εμπειρία του χρόνου και της χρονικότητας, διαρκώς παρούσα και στην εικονοποιία του Γιώργου Τσεριώνη: «Ποια είναι η χρονική κλίμακα στην οποία ανήκεις; Ποιος είναι ο χρόνος από τον οποίο μιλάς; Ναι, ζούμε σε μια εξαρθρωμένη χρονολογία. (…) Για τον Proust, χρόνος είναι ο ψυχικός χρόνος, και συνεπώς ο παράγοντας ο οποίος επηρεάζει τη σωματική μας ζωή».[vii] Αυτή η διερώτηση για το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μιλάμε και δημιουργούμε αποτελεί έναν βασικό προβληματισμό της ενότητας Native Land. Είτε το θέλουμε είτε όχι, σήμερα η χώρα του Σεφέρη και του Ελύτη έχει μετατραπεί σε ένα τοπίο ζοφερό όπου η μόνη αχτίδα φωτός είναι -με την έννοια της «σπασμωδικής ομορφιάς» που εισήγαγαν οι Σουρεαλιστές- τα δάκρυα και το μαρτύριο των καλών μας προθέσεων. Εξ ου και η αναγκαιότητα διευρεύνησης, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, της «νύχτας των αισθήσεων».
«Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί κανείς να προστατεύσει τον εαυτό του από τα κακά πνεύματα απεικονίζοντάς τα».[i] Αν επιλέγω να ξεκινήσω μια κατάθεση σκέψεων για τη σειρά Native Land του Γιώργου Τσεριώνη με ένα παράθεμα από την ανθρωπολογική μελέτη Μίμηση και Ετερότητα του Michael Taussig, είναι γιατί απλούστατα το θεωρώ ως το πλέον κατάλληλο για να περιγράψει τη στάση ενός καλλιτέχνη που, στη βαριά σκιά των κοινωνικών αναστατώσεων και της συνακόλουθης ψυχολογικής σύγκρουσης (με τον εαυτό μας, το θέαμα, τους άλλους), αποφασίζει να διαμορφώσει ένα έργο γύρω από τη «νύχτα των αισθήσεων».[ii] Και εξηγούμαι αμέσως: με τη νέα του σειρά, αποτελούμενη από ζωγραφική, σχέδια και γλυπτά, ο Τσεριώνης δηλώνει εξαρχής ότι ένιωσε την ανάγκη να αποτυπώσει την έκρηξη βίας και τη φρενίτιδα της απελπισίας που η ελληνική κοινωνία βιώνει την τελευταία διετία, με σημείο αφετηρίας το φόνο ενός παιδιού και επίκεντρο το ξέσπασμα της κρίσης. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω με εκείνα του Taussig, είναι θεμιτό να θεωρήσει κανείς το Native Land σαν εξορκισμό της σοβαρής πνευματικής αναταραχής μιας χώρας. Όπως οι ινδιάνοι ιθαγενείς σκαλίζουν μικρές ξύλινες φιγούρες με τη μορφή του λευκού κατακτητή οι οποίες έχουν τη θαυματουργική δύναμη να εμφανίζουν τα κακά πνεύματα στον μάγο της φυλής, αποκαλύπτοντας έτσι στην ψυχή του το είδος της ασθένειας που τους βασανίζει, ο Τσεριώνης εκμεταλλεύεται τη «μαγεία της μίμησης» για να δημιουργήσει έργα που μεταφέρουν -με τρόπο δεξιοτεχνικά ελλειπτικό- τα συναισθήματά του για το κατηφορικό μονοπάτι που ακολουθεί ο γενέθλιος τόπος του. Η πιο σημαντική πτυχή αυτού που ο Taussig αποκαλεί «μαγεία της μίμησης» (κι εδώ μας παραπέμπει στον Walter Benjamin, όπου μίμηση δεν είναι παρά η τέχνη του να γίνεσαι κάτι άλλο, ένας Άλλος) έγκειται στο ότι η κατασκευή και ύπαρξη ενός τεχνουργήματος που απεικονίζει κάτι σου δίνει τη δύναμη να ελέγξεις αυτό που απεικονίζεται.
Για να κατανοήσει όμως κανείς καλύτερα τη μιμητική λειτουργία των έργων του Τσεριώνη και τα πνεύματα που οι μορφές του απεικονίζουν, αρκεί να ανατρέξει σε ένα κείμενο του Roger Caillois, με τίτλο «Mimétisme et psychasthénie légendaire», το οποίο αναφέρει και ο Taussig στο βιβλίο του.[iii] Βασιζόμενος κυρίως σε παραδείγματα που μελετούν τη συμπεριφορά εντόμων όπως το αλογάκι της Παναγίας, ο συγγραφέας περιγράφει τη μίμηση ως την ικανότητα του υποκειμένου να δελεάζεται από το χώρο και να διεισδύει στο περιβάλλον του. Αυτό το είδος «χωρικού μυστικισμού» που υιοθετεί ο Caillois αποδίδει εύστοχα τον εντροπικό χαρακτήρα των συνθέσεων του Τσεριώνη, καθώς και το μίγμα αθωότητας, σκληρότητας και τραγικότητας που διακρίνουμε σε αυτές.
Ας δούμε, για παράδειγμα, πως εκφράζεται η μιμητική ικανότητα στο γλυπτό Winnie, που αποτελεί έργο-κλειδί για την ερμηνεία της σειράς Native Land. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Winnie είναι ένα κατεξοχήν προστατευτικό πνεύμα, ή μάλλον είναι ένα αντικείμενο που παρέχει κατοικία στα προστατευτικά πνεύματα. Πρόκειται για ένα γλυπτό που δεν δανείζεται μόνο το όνομα αλλά και τις σύνθετες ιδιότητες της πρωταγωνίστριας του θεατρικού έργου Ευτυχισμένες μέρες (1960), του Samuel Beckett. Η ηρωίδα του Ιρλανδού είναι γύρω στα πενήντα, βρίσκεται κυριολεκτικά «με το ένα πόδι στον τάφο» αφού είναι θαμμένη μέχρι τη μέση σε ένα σωρό χώμα, και μιλάει ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας συχνά λόγια που ανήκουν σε περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς ποιητές και συγγραφείς. Για τους μελετητές του Beckett oι συνεχείς παραθέσεις στο λόγο της Winnie «σχολιάζουν ειρωνικά το ψυχρό τοπίο και επικαλούνται την εγγύτητα του θανάτου». Ο S. E. Gontarski, για παράδειγμα, αναγνωρίζει σε αυτές τυπικά μπεκετικά θέματα, όπως «η αποτυχία του έρωτα, η μιζέρια της ανθρώπινης ύπαρξης, το εφήμερο των πάντων, η διάζευξη ανάμεσα στο πραγματικό και στο ιδεώδες, η δυστυχία της γνώσης». Ενώ o ]ames Knowlson φτάνει στο σημείο να διακρίνει στον πολυφωνικό λόγο της Winnie μια λανθάνουσα λειτουργία καθοριστικής σημασίας: Μήπως οι παραθέσεις τονίζουν τη συνύπαρξη των δύο κειμένων (του Ευτυχισμένες μέρες και του έργου στο οποίο αναφέρεται η παράθεσή της) «σε τέτοιο βαθμό που να διαβάζουμε το θεατρικό του Beckett ωσάν να πρόκειται για ανάπτυξη, ειρωνικός στοχασμός ή, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμα και παρωδία του πρωτότυπου έργου»;[iv]
Η ηρωίδα του Τσεριώνη, από την άλλη, ουδόλως παραπέμπει σε μεσήλικη γυναίκα. Είναι ένα άφυλο ον, αναμφισβήτητα μικρής ηλικίας, μια ανδρόγυνη ύπαρξη που φέρει επάνω της, σαν τρόπαια μαχών ή τάματα, διάφορα λατρευτικά αντικείμενα. Η Winnie του Τσεριώνη (μπορεί να) είναι η παιδική φωνή της Winnie του Beckett: Ένα πλάσμα που συσσωρεύει σαν μαγνήτης εμπειρίες και το οποίο εμφανώς δελεάζεται από το χώρο που το περιβάλλει, δηλαδή τη γεμάτη φόβους «ακάθαρτα, βαριά θλιμμένη» ζωή. Όπως και στις Ευτυχισμένες μέρες, αυτή η παγιδευμένη και μαρτυρική φιγούρα (η στάση του σώματός της θυμίζει πίνακες που αποτυπώνουν το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού) συμβολίζει τον πόνο και τη δυστυχία της ύπαρξης σε ένα παράλογο κόσμο.[v] Μήπως τα αντικείμενα και τα σχέδια που κοσμούν το μιμητικό σώμα της Winnie του Τσεριώνη λειτουργούν όπως οι παραθέσεις που χρησιμοποιεί η Winnie του Beckett στο μιμητικό λόγο της; Μήπως η ερμηνεία των εικόνων του Native Land και η μεταξύ τους σχέση είναι άμεσα συνυφασμένη με ένα διακειμενικό παιχνίδι αλληλεπίδρασης πολιτιστικών συμβόλων, συνειρμών και γεγονότων; Από αυτή την άποψη, επομένως, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι η απόλυτη περιγραφή της Winnie του Τσεριώνη συναντάται σε μια παράθεση στο δοκίμιο του Beckett για τον Marcel Proust, εξηγώντας ταυτόχρονα και τις παρεκκλίσεις από τον αρχικό χαρακτήρα: «Ένα ον σκορπισμένο στο χώρο και στο χρόνο δεν είναι πλέον μια γυναίκα αλλά μια σειρά από γεγονότα που δεν μπορούμε να τα φωτίσουμε, μια αλυσίδα από προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν, μια θάλασσα που, σαν τον Ξέρξη, την μαστιγώνουμε με την παράλογη επιθυμία να την τιμωρήσουμε γιατί καταβρόχθισε το θησαυρό μας».[vi]
Συνεχίζοντας το παιχνίδι παράθεσης, αλληλοεξάρτησης και συνύπαρξης αναφορών στα έργα του Native Land (ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον, εμπλουτίζοντας την κριτική ανάλυσή τους), εντοπίζουμε και το κείμενο της Julia Kristeva για τον Proust όπου υπογραμμίζεται η εξαρθρωμένη εμπειρία του χρόνου και της χρονικότητας, διαρκώς παρούσα και στην εικονοποιία του Γιώργου Τσεριώνη: «Ποια είναι η χρονική κλίμακα στην οποία ανήκεις; Ποιος είναι ο χρόνος από τον οποίο μιλάς; Ναι, ζούμε σε μια εξαρθρωμένη χρονολογία. (…) Για τον Proust, χρόνος είναι ο ψυχικός χρόνος, και συνεπώς ο παράγοντας ο οποίος επηρεάζει τη σωματική μας ζωή».[vii] Αυτή η διερώτηση για το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μιλάμε και δημιουργούμε αποτελεί έναν βασικό προβληματισμό της ενότητας Native Land. Είτε το θέλουμε είτε όχι, σήμερα η χώρα του Σεφέρη και του Ελύτη έχει μετατραπεί σε ένα τοπίο ζοφερό όπου η μόνη αχτίδα φωτός είναι -με την έννοια της «σπασμωδικής ομορφιάς» που εισήγαγαν οι Σουρεαλιστές- τα δάκρυα και το μαρτύριο των καλών μας προθέσεων. Εξ ου και η αναγκαιότητα διευρεύνησης, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, της «νύχτας των αισθήσεων».
Χριστόφορος Μαρίνος
[i] Michael Taussig, Mimesis and Alterity: A Particular History of the Senses, Routledge, New York & London, 1993.
[ii] Η έκφραση είναι δανεισμένη από τον Jacques Lacan.
[iii] Το κείμενο του Caillois είχε δημοσιευτεί στο 7ο τεύχος της επιθεώρησης Minotaure, το 1935. Βλ. επίσης Claudine Frank (επιμ.), The Edge of Surrealism: A Roger Caillois Reader, Duke University Press, Durham & London, 2003.
[iv] Βλ. James Knowlson, «Beckett’s ‘Bits of Pipe’», στο Morris Beja, S. E. Gontarski, Pierre Astier (επιμ.), Samuel Beckett: Humanistic Perspectives, Ohio State University Press, 1983, σ. 18.
[v] Το μοτίβο της παγίδευσης είναι κυρίαρχο και σε άλλα έργα του Τσεριώνη, όπως στο κεραμικό με τον αλυσσοδεμένο παπαγάλο (ο οποίος, όπως και η Winnie, είναι ένα φλύαρο, κατεξοχήν μιμητικό πλάσμα) και στον πίνακα με τα χέρια που σφίγγουν το ψάρι (άλλο ένα ζώο με θρησκευτικούς και λογοτεχνικούς συμβολισμούς).
[vi] Σάμουελ Μπέκετ, Για τον Μαρσέλ Προυστ, μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Ερμείας, 1983, σ. 47.
[vii] Julia Kristeva, Proust and the Sense of Time, trans. Stephen Bann, Columbia University Press, New York, 1993.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)